- τρογυρίζω
- Νβλ. τριγυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγυρίζω — και τρογυρίζω και τριγυρνώ, άω, Ν 1. περπατώ γύρω γύρω, περιφέρομαι («ο φίλος τριγυρίζει στο σπίτι») 2. γυρίζω εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι («όλη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους») 3. περιβάλλω, περικυκλώνω («τριγύρισε το οικόπεδο με φράχτη») 4.… … Dictionary of Greek